κνημίς

κνημίς
κνημίς, -ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη]
1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.)
2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες κατακεχρυσωμέναι», Διόδ.)
3. κλιτύς όρους, κνημός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνημίς — κνημί̱ς , κνημίς greave fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδα — κνημίς greave fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδας — κνημίς greave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδε — κνημίς greave fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδες — κνημίς greave fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδι — κνημίς greave fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδος — κνημίς greave fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσι — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσιν — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνημίδων — Κνῆμις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”